Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Παρουσίαση βιβλίου της Ρούλας Σαμαϊλίδου - Βάκου






Από τη Μύρινα της Λήμνου στην Αθήνα και από εκεί στη Λακωνία, η Ρούλα Σαμαϊλίδου εμπλούτισε πρόσφατα την εγχώρια βιβλιοπαραγωγή με το τρίτο της μυθιστόρημα που έχει τίτλο «Πέρα από το νησί».
Του 464 σελίδων μυθιστορήματος που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, προηγήθηκαν τα «Χρόνια οργής» (η βιογραφία ενός δάσκαλου στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου στη Λακωνία) και «Τα κεντημένα γοβάκια» (τα μεγάλα γεγονότα του 20ου αιώνα που αλλάζουν ραγδαία τη ζωή μιας οικογένειας) από τις εκδόσεις «Ιδιομορφή», ενώ ένα τέταρτο βιβλίο με τίτλο «Τα παραμύθια της γιαγιάς» εκδόθηκε με τη βοήθεια της νομαρχίας Λακωνίας και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Λογότυπος».

Το νέο μυθιστόρημα της Ρούλας Σαμαϊλίδου παρακολουθεί την πορεία της Φωτεινής και της Στέλλας, μιας θετής μητέρας και της υιοθετημένης κόρης της, με σταθμούς στην Αλεξάνδρεια, στη Λήμνο, στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Γεννημένη στη Μύρινα της Λήμνου, η συγγραφέας πραγματεύεται θέματα που έχουν να κάνουν με παλιές εποχές, μεταφέροντας την πλοκή στο γενέθλιο νησί της. Αποφοίτησε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών, εργάστηκε σε τράπεζα, ασχολείται γενικά με τη λογοτεχνία και μικρότερα έργα της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Είναι παντρεμένη με τον Δημήτρη Βάκο και έχει δύο κόρες.

«Το βιβλίο μου δεν είναι προϊόν μόνο δημιουργικής φαντασίας. Ένα μέρος του στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, ορισμένα πρόσωπα υπήρξαν στην πραγματικότητα και άλλα προστέθηκαν ή αφαιρέθηκαν για διαφόρους λόγους», λέει για το νέο μυθιστόρημά της σε συνομιλία μας, προσθέτοντας: «Χρειάστηκα αμέτρητες ώρες μελέτης και μοναξιάς για να διαβώ μονοπάτια χρόνων που δεν έζησα και τόπων που δεν επισκέφθηκα ποτέ. Ηρωίδες μου η Φωτεινή και η Στέλλα, η “κυρία μαμά” και θετή μητέρα, με “το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος” και υιοθετημένη κόρη. Η πορεία τους αρχίζει από την Αλεξάνδρεια τον καιρό που θεωρείτο η γη της επαγγελίας και εκατοντάδες Έλληνες πλούτισαν και μεγαλούργησαν εκεί. Όταν η Αλεξάνδρεια τους διώχνει, η οικογένεια διασκορπίζεται και οι δυο γυναίκες χωρίς περιουσία έρχονται στο νησί για μια νέα αρχή. Η ζωή όμως θα συνωμοτήσει, θα ανατρέψει τα σχέδιά τους και θα τις οδηγήσει σε απρόσμενες καταστάσεις με προδοσίες και αδιέξοδα. Όμως ποτέ κανείς δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει το μέλλον…».

«Το δικό μου κέρδος ήταν η συνειδητοποίηση πως μπορούσα να γράφω»

Αφήνουμε τη συνομιλήτριά μας να ξεδιπλώσει με τον προσωπικό τρόπο της, μνήμες και εικόνες που συνθέτουν την πορεία της. «Ήρθα στον κόσμο εννιά μέρες μετά το θάνατο του πατέρα μου στη Μύρινα, σ’ ένα σπίτι σιωπηλό, απόκοσμο, θλιμμένο, με κλειστές τις πόρτες, κλειστές και τις καρδιές», λέει. «Σταυρούλα το βαφτιστικό μου, Ρούλα για τους φίλους και… κουζούμ γιαβρούμ -χωρίς όνομα- για τους γονείς του πατέρα μου, μιας και πήρα το όνομά του. Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες, Έλληνες και χριστιανοί ορθόδοξοι αλλά από τουρκόφωνα χωριά της Μικρασίας (Αντά παζάρ της Νικομήδειας και Φιλατζέχ) και δεν μιλούσαν καλά ελληνικά. Ο πατέρας μου (Σταύρος Σαμαϊλίδης) γεννήθηκε στο νησί και ήταν δάσκαλος στο επάγγελμα, όπως και η μητέρα μου (Μάλαμα Πλαφαδέλλη), απόφοιτοι και οι δυο τους της Ζαριφείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας της Αλεξανδρούπολης».

Το ίδιο επάγγελμα αποφάσισε να ακολουθήσει και η ίδια κι έτσι τελείωσε την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. «Φαίνεται όμως πως η ζωή είχε άλλα σχέδια για μένα και με έβαλε πίσω από το γραφείο κάποιας τράπεζας», λέει η κ. Σαμαϊλίδου. «Εικοσιδύο χρόνια άντεξα, έντεκα στη Λήμνο και άλλα τόσα στη Σπάρτη. Δεν τη φοβόμουν τη δουλειά, αλλά και δεν μπορούσα να ανεχτώ πράγματα που συμβαίνουν σε όλες σχεδόν τις υπηρεσίες της χώρας μας. Και αφού δεν μπορούσα να αλλάξω την κατάσταση, τα βρόντηξα και αποχώρησα. Έμαθα πάντως και ένοιωσα πολλά, κέρδισα και έχασα. Σε τι ποσοστό δεν ξέρω, ίσως γιατί μια χασούρα μπορεί καμιά φορά να φέρει κέρδος. Το δικό μου κέρδος ήταν η συνειδητοποίηση πως μπορούσα να γράφω. Κι έτσι άρχισε το παραμύθι…».

Αληθινές, παλιές και ξεχασμένες, οι ιστορίες της είναι βγαλμένες από τη ζωή. Της αρέσει να ακούει ιστορίες από μεγαλύτερους που «όταν τους ζητάς να ανασκαλέψουν τις μνήμες τους δεν δυσκολεύεσαι να τους πείσεις να σου μιλήσουν» όπως δηλώνει. Της αρέσουν επίσης οι παλιές εποχές, εκεί που ανταμώνει «την αγάπη, την καλοσύνη, την έγνοια και το ενδιαφέρον για τον διπλανό, ανοιχτές πόρτες, αγκαλιές και καρδιές» λέει. «Σήμερα δεν τα βρίσκω όλα τούτα, ακόμη και οι μυρωδιές έχουν αλλάξει! Την πλοκή των ιστοριών μου τη μεταφέρω στη Λήμνο, στον τόπο που γεννήθηκα, γνωρίζω και αγαπώ. Μένω μακριά απ’ αυτόν και τα συναισθήματα στην περίπτωση αυτή υπερδιπλασιάζονται. Ωστόσο μπορώ να πω πως το νησί έχει ένα τρόπο να γοητεύει με την άγρια ομορφιά και τους ανθρώπους του. Φιλόξενο, σ’ αρπάζει στην αγκαλιά του και σε κάνει να ριζώσεις βαθιά στα χώματά του».

«Καλός είναι ο πολιτισμός, αλλά άλλαξε πολλά πράγματα που δεν έπρεπε να αλλάξουν»

Ζώντας πλέον στη σκιά του Πάρνωνα και του Ταΰγετου όπου ο τόπος του συζύγου της, η κ. Σαμαϊλίδου επισκέπτεται τη Λήμνο «κάθε καλοκαίρι επίμονα και αποκλειστικά» όπως λέει, φροντίζοντας να την αγαπήσουν το ίδιο και οι δυο κόρες της που είναι φοιτήτριες στην Αθήνα. Αξιοποιώντας δημιουργικά τον χρόνο της, αυτή την εποχή κάνει έρευνα για τόπους και πρόσωπα της Λακωνίας στα γενικά αρχεία του κράτους. «Δεν ξέρω αν θα τα αξιοποιήσω ποτέ, το κάνω για μένα, για να μαθαίνω» λέει. Στον ελεύθερο χρόνο της διαβάζει πολύ, για «να μπει σε μονοπάτια εποχών που δεν έζησε, να δώσει στους ήρωες τη δύναμη να κινηθούν στο χώρο και στο χρόνο, να νοιώσουν, να ονειρευτούν».

Και εξηγώντας την ενασχόλησή της με τη συγγραφή, λέει: «Ξεκίνησα να γράφω από μια εσωτερική παρόρμηση. Γράφω γιατί θέλω να μοιράζομαι τις ιστορίες μου με άλλους. Χαίρομαι όταν μαθαίνω πως δημιούργησα στον αναγνώστη εικόνες και πως το βιβλίο μου ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα στην καθημερινότητά του. Χαίρομαι όταν ο νέος -διαβάζοντάς το- μαθαίνει τα παλιά, συγκρίνει, προβληματίζεται. Ίσως ονειρεύομαι πως μπορεί έστω και στο ελάχιστο να αλλάξει κάτι. Δεν λέω, καλός είναι ο πολιτισμός, αλλά άλλαξε πολλά πράγματα που δεν έπρεπε να αλλάξουν. Πρώτα απ’ όλα εμάς τους ίδιους που μας έκανε όντα καταναλωτικά και εγωιστικά. Δεν νοιαζόμαστε παρά μόνο για τον εαυτό μας, για το πώς θα έχουμε τα καλύτερα και τα περισσότερα. Τα συναισθήματα πάνε παραπίσω…».

Μοιραία η κουβέντα μας περνά και από τη θέση του συγγραφέα στη σημερινή εποχή, μέσα στον κατακλυσμό που απειλεί το πνεύμα. «Ο συγγραφέας της σημερινής εποχής πρέπει να διαμορφώνει με τον τρόπο του μια πνευματική τάση, να υπενθυμίζει στον αναγνώστη τις αξίες, την ανθρώπινη διάστασή του, προσφέροντας παράλληλα ευχάριστες ώρες, δημιουργώντας εικόνες και αναπτύσσοντας τη φαντασία» εκτιμά η κ. Σαμαϊλίδου. «Να δείξει άλλους δρόμους ηθικής και πολιτιστικής επιβίωσης, πέρα από τον –δυστυχώς- πολύ γνωστό κόσμο της βιτρίνας και της κατανάλωσης».

«Η ερώτηση των νέων ανθρώπων σήμερα “να μείνω ή να φύγω και πού;” εμένα με λυπεί και με πονά»

Ανιχνεύοντας την κατάσταση στον χώρο των εκδόσεων και μέσα από την εμπειρία της ίδιας, η συγγραφέας σημειώνει: «Δεν μπορώ ακόμη να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση, καθώς τα προηγούμενα βιβλία μου είχαν εκδοθεί σε τοπικούς εκδοτικούς οίκους της Λακωνίας που δεν είχαν μεγάλη εμβέλεια. Το “Πέρα από το νησί” είναι το πρώτο μου πόνημα που εκδόθηκε σε εκδοτικό οίκο των Αθηνών πριν από λίγους μήνες. Ο εκδοτικός οίκος του κ. Μιχάλη Σιδέρη το αγκάλιασε με αισιοδοξία σε μια εποχή δύσκολη για όλους μας, δίνοντάς μου κουράγιο». Και προσθέτει: «Πιστεύω πάντως -ανεξάρτητα από την κρίση- ότι μεγάλο ρόλο παίζει η διαφήμιση. Πόσοι άραγε από τους αναγνώστες σας έχουν αγοράσει βιβλία πολυδιαφημισμένα και τελειώνοντας είπαν απογοητευμένοι: “Αυτό ήταν λοιπόν Γι’ αυτό έγινε τόσος ντόρος Κρίμα”…».

Η κ. Σαμαϊλίδου δηλώνει αισιόδοξη και συνεχίζει να γράφει. Μας πληροφορεί μάλιστα ότι έχει σχεδόν τελειώσει ένα ακόμη μυθιστόρημα, λέγοντας: «Πρόκειται για μια παλιά, αληθινή και συγκλονιστική ιστορία μιας οικογένειας προσφύγων. Ελπίζω στη διαδρομή μου να συναντήσω αξιόλογους ανθρώπους, που θα με στηρίξουν στην υλοποίηση και αυτού του εγχειρήματος». Και στρεφόμενοι στο μέλλον κλείνουμε τη συνομιλία μας, με τη συγγραφέα να λέει: «Γενικότερα, εκείνο που με ενδιαφέρει είναι αυτό που ενδιαφέρει τον περισσότερο κόσμο: η αποκατάσταση των παιδιών μου. Κι όταν λέω αποκατάσταση εννοώ την αξιοπρεπή παρουσία τους στη χώρα μας, το μέλλον τους. Η ερώτηση των νέων ανθρώπων σήμερα “να μείνω ή να φύγω και πού;” εμένα με λυπεί και με πονά».


Από τον "Παρατηρητή της Θράκης"




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η πόλη των Γερονθρών - ΕΤ3

"Αγαπώ και προβάλλω τον τόπο μου"- Γυμνάσιο Γερακίου

Γεράκι......

Λακωνία... ένα ζωντανό μουσείο

Αναζήτηση στο ιστολόγιο

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *